τριακοντάμοιρον

τριακοντάπηχυς

τριακονταπλάσιος
τριακοντά·πηχυς, υς, υ, gén. εος [ᾱᾰ] long de trente coudées, Callix. (Ath. 203f); DS. 3, 36 ; Philstr. p. 669.
Étym. τρ. πῆχυς.