Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριακοντήρης
τριακοντόργυιος
τριακοντόριον
τριακοντ·όργυιος,
ou mieux
τριακοντ·ώρυγος,
ος, ον
[
ᾱῠγ
] de trente brasses,
Xén.
Cyn.
2, 5
.
Étym.
τρ. ὄργυια
.