τριακοντέτης

τριακοντήρης

τριακοντόργυιος
τριακοντ·ήρης, ης, ες [] à trente rangs de rames, subst. ἡ τρ. Callix. (Ath. 203d) galère à trente rangs de rames.
Étym. τρ. ἐρέσσω.