τριακόντορος
τριακοντούτηςτριακόντ·ορος, ος, ον
[ᾱ] c.
τριακοντήρης, Thc. 4, 9 ; Xén. An. 5, 1, 16 ; Dém.
639, 16, etc.
||
E Dans les inscr. att. τριακόντορος, CIA.
2, 809 a, 127
(325 av. J.-C.), etc. ; τριακόντερος,
CIA. 2, 827, 6
(envir. 350 av. J.-C.), etc. ; ttef. τριακόντορος plus us. ;
ion. τριηκόντορος, Hdt.
4, 148 ; 7,
97.
Étym.
τρ. ἐρέσσω, cf.
πεντηκόντορος.