Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριακόντορος
τριακοντούτης
τριακοντοῦτις
τριακοντούτης,
ης, ες,
gén.
εος
[
ᾱ
] qui dure trente ans,
Thc.
1, 23 et 115 ;
2, 2,
etc.
Étym.
τριάκοντα, ἔτος
.