τριακόσιοι

τριακοσιομέδιμνος

τριακοσιοντάχοος-ους
τριακοσιο·μέδιμνος, ος, ον [] de 300 médimnes, à Mégare, Dém. 435, 26, Syn. 146b.
Étym. τριακόσιοι, μέδιμνος.