Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριακοσιομέδιμνος
τριακοσιοντάχοος-ους
τριακοσταῖος
τριακοσιοντά·χοος-ους,
οος-ους, οον-ουν
[
ᾱᾰ
] qui rapporte (
litt.
qui verse trois cents fois autant)
Str.
742
conj. ;
cf.
διακοσιοντάχους, ἑκατοντάχοος
.
Étym.
τριακόσιοι, χέω
.