Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριακοσταῖος
τριακοστημόριον
τριακοστόδυος
τριακοστη·μόριον,
seul.
ion.
τριηκοστη·μόριον,
ου
(
τὸ
) la trentième partie, le trentième,
Hpc.
259, 44
.
Étym.
τριηκοστός, μόριον
.