τριακοσιοντάχοος-ους

τριακοσταῖος

τριακοστημόριον
τριακοσταῖος, α, ον []
1 qui vient ou se fait le trentième jour, Hpc. Progn. 42 ; Str. 836 ||
2 âgé de trente jours, Phylarq. (Ath. 606f).
Étym. τριάκοντα.