Τριϐαλλοί

τριϐαλλοποπανόθρεπτος

τρίϐανον
τριϐαλλο·ποπανό·θρεπτος, ος, ον [ῐπᾰ] élevé dans la sensualité, Eub. (Ath. 108b).
Étym. τρ. πόπανον, τρέφω.