τριχοϐάπτης

τριχόϐρως

τριχοειδής
τριχό·ϐρως, ωτος (ὁ, ἡ) [] qui mange les poils ; subst. οἱ τριχόϐρωτες, Ar. Ach. 1111, sorte de teignes.
Étym. θρίξ, βιϐρώσκω.