τριχόϐρως

τριχοειδής

τριχοίνικος
τριχο·ειδής, ής, ές [] semblable à un cheveu ou à des cheveux, Hpc. 230, 54 ; Arstt. H.A. 9, 37, 2 ; en parl. des veines, Gal. 2, 808.
Étym. θρίξ, εἶδος.