τριχοειδής

τριχοίνικος

τριχολάϐιον
τρι·χοίνικος, ος, ον [ῐῐ] de trois chénices, Xén. An. 7, 3, 23 ; fig. τριχοίνικα ἔπη, Ar. Vesp. 481, proverbe vulgaire.
Étym. τρ. χοῖνιξ.