τριχοφυΐα

τριχόφυλλος

τριχόω-ῶ
τριχό·φυλλος, ος, ον [] aux feuilles aussi fines que des cheveux, Th. H.P. 3, 9, 4 ; τὸ τριχόφυλλον, Th. H.P. 4, 6, 3, sorte de plante marine.
Étym. θρίξ, φύλλον.