τριχῶς

τρίχωσις

τριχωτός
τρίχωσις, εως () [ῐχ]
1 croissance des cheveux, des poils, Arstt. H.A. 5, 14, 3, etc. ||
2 c. τριχίασις, Hpc. 406, 41.
Étym. τριχόω.