τρίχωσις

τριχωτός

τριψημερέω-ῶ
τριχωτός, ή, όν [] chevelu, couvert de cheveux ou de poils, Arstt. H.A. 1, 7, 1 ; P.A. 4, 12, 30 ; τὰ τριχωτά, Arstt. P.A. 3, 3, 14, les animaux à poil, Th. fr. 13, 2.
Étym. τριχόω.