τρίδακνος

τριδακτυλιαῖος

τριδάκτυλος
τριδακτυλιαῖος, α, ον [ῐῠ] c. le suiv. 2, Sext. M. 10, 156 ; Geop. 7, 15 ; Orib. p. 112 Mai.
Étym. τριδάκτυλος.