τρίκλινος

τρικλινοσάξ

τρίκλυστος
τρικλινο·σάξ, άκος () [λῑᾰκ] litt. « fardeau de salle à manger » n. de parasite, Alciphr. 3, 69, corr. p. τρικλινοσάραξ.
Étym. τρίκλινος, σάττω.