τριλογία

τριλοφία

τρίλοφος
τριλοφία, ας () [ρῐ]
1 triple aigrette, Ar. Av. 94 ; Str. 154, 476 ||
2 casque à triple aigrette, Plut. Arat. 32.
Étym. τρίλοφος.