τρίμοιρος

τρίμορος

τρίμορφος
τρί·μορος, ος, ον [] partagé en trois : δισσαῖς ἐν τριμόροισι (s. e. ἡμέραις) Orph. Arg. 1054, en deux tiers de jour.
Étym. τρ. μείρομαι.