Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Τρίοπος κολώνα
τριόργυιος
τριόρχης
τρι·όργυιος,
ος, ον,
de trois brasses,
Xén.
Cyr.
6, 1, 52 vulg. ;
cf.
τριώρυγος
.
Étym.
τρ. ὀργυιά
.