τρισχιδής

τρισχιλιέτης

τρισχίλιοι
τρισχιλι·έτης, ης, ες [χῑ] de trois mille ans, Hiérocl. de Provid. p. 463 Bekker.
Étym. τρισχίλιοι, ἔτος.