τρισχιλιοστός

τρισχιλιοφόρος

τρίσχοινος
τρισχιλιο·φόρος, ος, ον [χῑ] qui peut porter 3 000 amphores, en parl. d’un navire, DH. 3, 44.
Étym. τρ. φέρω.