Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισχιλιοφόρος
τρισχιλιοστός,
ή, όν
[
χῑ
] trois-millième,
Plat.
Phædr.
249
a
.
Étym.
τρισχίλιοι
.