Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισκαιδεκάκλινος
τρισκαιδεκάμηνος
τρισκαιδεκάπηχυς
τρισκαιδεκά·μηνος,
ος, ον
[
ᾰ
] de treize mois,
Ptol.
Math. synt.
t. 1, p. 377
.
Étym.
τρ. μήν
.