Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισκαιδεκάμηνος
τρισκαιδεκάπηχυς
τρισκαιδεκαπλασίων
*τρισκαιδεκά·πηχυς,
dor.
τρισκαιδεκά·παχυς,
υς, υ,
gén.
εος
[
ᾰᾱ
] de treize coudées,
Thcr.
Idyl.
15, 17
.
Étym.
τρ. πῆχυς
.