τρισκαιδεκαπλασίων

τρισκαιδεκαστάσιος

τρισκαιδεκαταῖος
τρισκαιδεκα·στάσιος, ος, ον [τᾰ] treize fois aussi lourd, Hdt. 3, 95.
Étym. τρ. ἵστημι.