Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισκαιδεκάπηχυς
τρισκαιδεκαπλασίων
τρισκαιδεκαστάσιος
τρισκαιδεκα·πλασίων,
ων, ον,
gén.
ονος
[
ᾰσ
] treize fois aussi grand,
Cléom.
Cycl. theor.
2, p. 227
.
Étym.
τρ. -πλασίων
.