Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισκαιδεκαταῖος
τρισκαιδέκατος
τρισκαιδεκαφόρος
τρισκαιδέκατος,
η, ον
[
ᾰ
] treizième,
Il.
10, 561 ;
Od.
8, 391,
etc. ;
Luc.
Fug.
23 ;
ἡ τρισκαιδεκάτη
(
s. e.
ἡμέρα
)
Od.
19, 202 ;
Hés.
O.
780 ;
Hpc.
p. 48, 54
, le 13
e
jour.
Étym.
τρισκαίδεκα
.