τρισκαιδέκατος

τρισκαιδεκαφόρος

τρισκαιδεκάχορδος
τρισκαιδεκα·φόρος, ος, ον [] qui donne treize récoltes par an, Luc. V.H. 2, 13.
Étym. τρ. φέρω.