Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισ·κατάρατος,
ος, ον
[
ᾰᾰᾱ
] trois fois digne d’être maudit,
Dém.
794, 24 ;
Mén.
(
EM.
413, 6
).