Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρί·σκαλμος,
ος, ον,
à trois rangs de rames,
Eschl.
Pers.
679, 1074 ;
Plut.
Æmil.
6
.
Étym.
τρ. σκαλμός
.