τρίσλοπος

τρίσμακαρ

τρισμακάριος
τρίσ·μακαρ, αρος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰ] trois fois bienheureux, Od. 6, 154, 155 ; Ar. Pax 1332 ; Call. fr. 111 ; Anth. 5, 255.
Étym. τρ. μάκαρ.