τρίσμακαρ

τρισμακάριος

τρισμακάριστος
τρισ·μακάριος, α, ον [ᾰᾰ] c. le préc. Ar. Ach. 400, Vesp. 1293, etc. ; Philém. (Stob. Fl. 98, 14).