Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισμακάριστος
τρισμακαρίτης
τρισμός
τρισ·μακαρίτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰᾰῑ
]
c.
τρίσμακαρ,
en parl. d’un mort,
Antiph.
(
Ath.
108
f
).
Étym.
τρ. μακαρίτης
.