τρισμακάριος

τρισμακάριστος

τρισμακαρίτης
τρισ·μακάριστος, ος, ον [ᾰᾰ] trois fois digne d’envie, Luc. V. auct. 12 ; Sib. 8, 164 ; Anth. 1, 123.
Étym. τρ. μακαρίζω.