τρισμύριοι

τρισμυριόπαλαι

τρισμυριοπλασίων
τρισμυριό·παλαι [ῡᾰ] adv. il y a trente mille siècles, c. à d. très longtemps, Ar. Eq. 1156.
Étym. τρ. πάλαι.