τρισμυριόπαλαι

τρισμυριοπλασίων

τρισμυριοστός
τρισμυριο·πλασίων, ων, ον, gén. ονος [ῡᾰ] 30 000 fois aussi grand, Archim. Aren. 285, p. 519c.
Étym. τρ. -πλασίων.