τρισνέατος

τρισοϊζυρός

τρισόλϐιος
τρισ·οϊζυρός, p. contr. τρισ·οιζυρός, ά, ion. -ή, όν, trois fois déplorable, Archil. 128.
Étym. τρ. ὀϊζυρός.