Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριστέγη
τρίστεγος
τριστιχία
τρί·στεγος,
ος, ον,
à trois étages,
DH.
3, 68 ;
τὸ τρίστεγον,
Symm.
Gen.
6, 16 ;
NT.
Ap.
20, 9
.
Étym.
τρεῖς, στέγω
.