τρίστροφος

τρισυλλαϐέω-ῶ

τρισύλλαϐος
τρι·συλλαϐέω-ῶ [ῐᾰ] être formé de trois syllabes, Hdn gr. π. μ. λ. p. 21.
Étym. τρισύλλαϐος.