τρισυλλαϐέω-ῶ

τρισύλλαϐος

τρισυλλάϐως
τρι·σύλλαϐος, ος, ον [ῐᾰ] de trois syllabes, trisyllabique, DH. Comp. 17 ; Luc. Philops. 35.
Étym. τρεῖς, συλλαϐή.