τριταιοφυής

τριταλαντιαῖος

τριτάλαντος
τριταλαντιαῖος, α, ον [ῐτ] c. le suiv. Plut. Æmil. 33 ; subst. ὁ τρ. (s. e. πετροϐόλος) Phil. byz. Bel. p. 51d, baliste ou pierrier de trois talents = 180 mines (78,534 kg).