τριταλαντιαῖος

τριτάλαντος

τριτάλας
τρι·τάλαντος, ος, ον [ῐτᾰ]
1 qui pèse trois talents, Moschion hist. (Ath. 208c) ||
2 qui vaut trois talents, Is. 39, 40 ; 42, 40.
Étym. τρ. τάλαντον.