Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριτεῖος
τριτημοριαῖος
τριτημόριος
τριτημοριαῖος,
α, ον
[
ῐτ
] d’un tiers,
A. Quint.
p. 20
.
Étym.
τριτημόριον
.