Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτήμορον
τριτη·μορίς,
ίδος
(
ἡ
)
c.
τριτημόριον,
Hdt.
1, 211, 212 ;
7, 121 ;
DC.
36, 37
.
Étym.
v. le préc.