τριηράρχης

τριηραρχία

τριηραρχικός
τριηραρχία, ας ()
1 commandement d’une trirème, Arstt. Pol. 6, 8, 15 ||
2 à Athènes, obligation d’équiper une trirème à ses frais (v. λειτουργία) Lys. 908, 5 ; Xén. Ath. 1, 13 ; Œc. 2, 6, etc.
Étym. τριήραρχος.