τριηραρχία

τριηραρχικός

τριήραρχος
τριηραρχικός, ή, όν, qui concerne le commandement ou l’équipement des trirèmes, Dém. 329, 18 ; Luc. Dem. enc. 11, 36, 45.
Étym. τριηραρχία.