τροφός

τροφοφορέω-ῶ

τροφώδης
τροφο·φορέω-ῶ, porter de la nourriture, nourrir, Spt. Deut. 1, 31 ; 2 Macc. 7, 27 ; NT. Ap. 13, 18.
Étym. τροφή, -φορος de φέρω.