Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγήτρια,
ας
(
ἡ
) [
ῠ
] vendangeuse,
Dém.
1313, 6
.
Étym.
τρυγητήρ
.